νέφτι

νέφτι
térébenthine

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • νέφτι — το κοινή ονομασία τού τερεβινθελαίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. neft < περσ. naft] …   Dictionary of Greek

  • νέφτι — το νάφθα, τερεβινθέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τέμπερα — Ζωγραφική τεχνική, που χρησιμοποιεί ως συγκολλητική ουσία των χρωμάτων όχι το λάδι, αλλά άλλες ουσίες, όπως το αβγό, τη ζωική κόλλα, τη γόμα, το γάλα και το κερί λιωμένο μέσα σε νέφτι. Τα αρχαιότερα δείγματα είναι μερικές διακοσμήσεις ετρουσκικών …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • ελαιόχρωμα — το χρώμα που παρασκευάζεται με ανάμιξη λαδιού και χρωστικής ουσίας, κν. λαδομπογιά αποτελείται από ξηραινόμενα έλαια, οργανικά και ανόργανα χρώματα αδιάλυτα στο νερό και ένα διαλύτη το πιο συνηθισμένο ξηραινόμενο έλαιο είναι το λινέλαιο και ως… …   Dictionary of Greek

  • λουστρίνι — Κατεργασμένο δέρμα, βερνικωμένο με βερνίκι από νέφτι και κοπάλιο. Βλ. λ. δέρμα. * * * το 1. γυαλιστερό δέρμα πολυτελείας 2. στον πληθ. τα λουστρίνια υποδήματα από τέτοιο δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. lustrino «γυαλιστερό» (< ιταλ. lustro… …   Dictionary of Greek

  • ρετσίνα — Κοινή ονομασία της τερεβινθίνης, ρητίνης που ρέει είτε από μόνη της είτε μετά από εντομή του κορμού των δέντρων της οικογένειας των Κωνοφόρων και των Τερεβινθιδών. Το ρ. ανήκει στα βάλσαμα και αποτελείται από τερεβινθέλαιο, ρητινικά οξέα και… …   Dictionary of Greek

  • τερεβινθέλαιο — το, Ν χημ. οργανικής σύστασης άχρωμο πτητικό υγρό με χαρακτηριστική οσμή που προέρχεται από την απόσταξη τής τερεβινθίνης, κν. νέφτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τερέβινθος «είδος φυτού» + ἔλαιον (πρβλ. ἡλι έλαιον). Η λ. μαρτυρείται από το 1866 στον Αν. Κ.… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • καμφένιο — Ακόρεστος υδρογονάθρακας της σειράς των τερπενίων, του τύπου C10H16. Αποτελείται από άχρωμους κρυστάλλους με οσμή καμφοράς και είναι σώμα πτητικό, αδιάλυτο στο νερό, λιγότερο διαλυτό στην αλκοόλη και πολύ διαλυτό στον αιθέρα και στο βενζόλιο.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”